ανατυπώνω

ανατυπώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) перепечатывать; 2) переиздавать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανατυπώνω" в других словарях:

  • ανατυπώνω — ανατυπώνω, ανατύπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανατυπώνω — (Α ἀνατυπῶ, όω) νεοελλ. ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω αρχ. 1. σφραγίζω πάλι 2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου …   Dictionary of Greek

  • ανατυπώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξανατυπώνω βιβλίο, περιοδικό κτλ. χωρίς αλλαγές: Επανειλημμένα ανατυπώθηκε ο «Λουκής Λάρας» του Δημ. Βικέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανατυπώνω — ανατυπώνω, επανεκδίδω …   Dictionary of Greek

  • μετατυπώνω — (ΑΜ μετατυπῶ, όω, Μ και ματατυπώνω) νεοελλ. μσν. τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω αρχ. 1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου 2. μεταβάλλω τη γραφή 3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω …   Dictionary of Greek

  • μετατυπώνω — μετατύπωσα, μετατυπώθηκα, μετατυπωμένος, τυπώνω πάλι κάτι που είναι τυπωμένο, ανατυπώνω, επανεκδίδω: Μετατύπωσε ορισμένα από τα σημαντικότερα αρχαία κείμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»